- καλοκαιρία
- και καλοκαιριά, η (AM καλοκαιρία Μ και καλοκαιριά)νεοελλ.1. θερινή εποχή, θερινές ημέρες2. παροιμ. «καλοκαιριά τής Παπαντής, μαρτιάτικος χειμώνας» — ο καλός καιρός κατά τη ημέρα τής Υπαπαντής προοιωνίζεται βαρύ χειμώνα κατά τον Μάρτιονεοελλ.-μσν.καλός καιρός, νηνεμία («μα ' γώ θωρώ καλοκαιριά, μέρα σιγανεμένη», Ερωτόκρ.)αρχ.1. καλή κατάσταση τών πραγμάτων2. ευτυχισμένη χρονιά, χρονιά μεγάλης καρποφορίας3. (κατά τον Ησύχ.) ευετηρία*.[ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. καλός καιρός», κατά τα αφηρ. θηλ. σε -ία].
Dictionary of Greek. 2013.